Η Ορχήστρα

Η ορχήστρα Ρωμάνα είναι μοναδική στον ελλαδικό χώρο και έχει σκοπό την ανάδειξη κλασικών έργων, Αρχαιοελληνικής, Βυζαντινής αλλά και σύγχρονης μουσικής, που μένουν στο περιθώριο της ελληνικής πραγματικότητας, για λόγους καθαρά γεωπολιτικούς, γεωστρατηγικούς και γεωοικονομικούς.

Σήμερα έχουν ωριμάσει οι συνθήκες και είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε η προβολή αυτών των συνθέσεων, σε μια εποχή που τα ήθη και τα έθιμα της ρωμιοσύνης πολιορκούνται από αλλοτρίωση και υποδούλωση σε μια ηθική της εμπορευματοποίησης του ελληνικού τρόπου ζωής.

Η βάση της ορχήστρας είναι 30 όργανα με δυνατότητα ανάπτυξης σε 50 και περιλαμβάνει όλα τα όργανα της ρωμαίικης - Eλληνικής μουσικής παράδοσης, δηλαδή κανονάκια, ούτια, βιολιά, πνευστά, λύρες, κρουστά, τοξωτά πάσης φύσεως, πολίτικα λαούτα, σαντούρι, ταμπουράδες.

Στην ορχήστρα περιλαμβάνονται και όργανα δυτικής κουλτούρας τα οποία όμως ενορχηστρώνονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να υπηρετούν την ανατολική κλασική μουσική δηλαδή τη βυζαντινή. Στην ορχήστρα αυτή συμμετέχουν οι σημαντικότεροι Έλληνες δεξιοτέχνες του είδους, με καλλιτεχνικό και μουσικό διευθυντή τον Μανώλη Καρπάθιο.

Το ρεπερτόριο περιλαμβάνει έργα Ρωμιών συνθετών που έδρασαν στην Κωνσταντινούπολη από την άλωση της Πόλης μέχρι σήμερα, άλλα και ενορχηστρωμένα έργα εκκλησιαστικής μουσικής των σπουδαιότερων βυζαντινών και μεταβυζαντινών συνθετών και έγκυρες αποδόσεις έργων Αρχαιοελληνικής μουσικής. Στόχος ακόμα της ορχήστρας είναι η παραγγελία κατά ανάθεση σε σύγχρονους γνώστες αυτής της μουσικής, έργων που βασίζονται στο αρχαιοελληνικό και κατ’ επέκταση βυζαντινό μουσικό σύστημα.

Η μουσική της Ελληνικής Ανατολής έχει εντελώς διαφορετική θεωρητική και πρακτική βάση από αυτή της Δύσης. Γι' αυτό και οι δυτικές συμφωνικές ορχήστρες δεν μπορούν ούτε καν να προσεγγίσουν τα έργα της βυζαντινής μουσικής. Το κενό αυτό έρχεται να συμπληρώσει η ορχήστρα Ρωμάνα με όλο το επιστημονικό επιτελείο που την πλαισιώνει και την στηρίζει.

Ιστορικά

Ο μεγαλύτερος θεωρητικός της αρχαίας μουσικής, ο Αριστόξενος, ένας απ’ τους πιο άξιους μαθητές του Αριστοτέλη, μας μετέφερε στα τέλη του 4ου αι.π.Χ., ότι η επανάσταση που γνώρισε η ελληνική μουσική της κλασικής εποχής, οφειλόταν κυρίως στους Μικρασιάτες και Φρύγες μουσικούς της αρχαϊκής εποχής, όπως ήταν ο Τέρπανδρος, ο Όλυμπος ο Μυσός, και αρκετοί άλλοι.

Ο ίδιος στο δεύτερο βιβλίο των ‘Αρμονικών’ του, μας μιλά για εκείνη τη μουσική σχολή, που στον καιρό του, τοποθετούσε μια σειρά από τους βασικούς της φθόγγους, όχι μόνο σε θέσεις τόνων και ημιτονίων, αλλά και σε ενδιάμεσες θέσεις, δημιουργώντας μια διάταξη μελωδιών που καθόρισαν εν τέλει το διάτονο της βυζαντινής και της ανατολικής μουσικής. Ο κύκλος αυτός των μουσικών δανείων συνεχίστηκε για την έντεχνη μονοφωνική μουσική της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Μεσογείου σε όλη την βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο και μπορούμε να πούμε ότι συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Από τα μέσα του 16ου αιώνα και μετά κυρίως, βλέπουμε μια έκρηξη της έντεχνης ανατολικής μουσικής έκφρασης, όπου μια αθρόα σειρά από ανατολίτες αλλά και ρωμιούς μουσικοσυνθέτες, διαμόρφωσαν σε εντελή μορφή τις πολυποίκιλες μελωδίες των παραδοσιακών μουσικών ήχων και μακαμιών.

Οι κοινοί μουσικοί ‘δρόμοι’, δηλαδή τα μακάμια και οι αντίστοιχοι βυζαντινοί ήχοι μπορούμε να πούμε ότι επεκτάθηκαν και ολοκληρώθηκαν, με κέντρο παραγωγής την Κωνσταντινούπολη. Ακόμα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι μελωδικές αυτές ποικιλίες, στήριξαν και στηρίζουν ακόμα και την εξέλιξη της λεγόμενης λαϊκής παραδοσιακής μουσικής, αλλά και του νεότερου ‘λαϊκού’ τραγουδιού του 20ου αιώνα στην περιοχή μας.

Οι ρωμιοί συνθέτες και οργανοπαίκτες της Πόλης, συνεχιστές του ανατολικού και ελληνικού μέλους, αφανείς και επώνυμοι· από τον Aγγελή του 17ου αιώνα (τον δάσκαλο του Καντεμήρη), Γιώργο ή τον Τζώρτζη του 18ου αιώνα, τον Χρήστο Κυριαζή και τον Βασιλάκη, μέχρι τον Νικολάκη και τους αδελφούς Μπατζανούς του 20ου αιώνα, μας έδωσαν πλήθος από αριστουργηματικές μελωδίες που οφείλουμε να μελετάμε και να ξαναπαίζουμε σε καιρούς θολούς και αδιέξοδους, καιρούς που ο μεταμοντερνισμός τους φαίνεται ότι τους έχει μεγάλη ανάγκη.

Αθήνα Οκτώβριος 2008

Γιώργος Λυκούρας